καθαμαξεύω

καθαμαξεύω
καθᾰμαξεύω,
A wear with wheels: metaph., ἕτεροι κατημάξευσαν (sic)

τάσδε τὰς τρίβους Nech.

ap. Vett.Val.354.2; crush,

καθημάξευσε ταῖς συμφοραῖς Eun.Hist.p.240D.

: elsewh. in [tense] pf. part. [voice] Pass., καθημαξευμένος, η, ον, metaph., γύναιον κ. ὑπὸ παντὸς τοῦ προσιόντος, of a common prostitute, Ael.Fr.123: but almost always written [pref] κατημ-, hackneyed, stale, trite,

ἀντιλογίαι D.H.10.41

, cf. Th.11.2; ἔθη κ. Ph. 1.513; πρόχειρον καὶ κ. ib.426; τὰ κοινὰ καὶ κ. Ath.15.677a, cf. Artem.1.31 (in marg.), Simp.in Cat.424.13, Sch.Pi.N.6.91 (ind., [

ὁ λόγος] κατημάξευται Conon 46

). Adv. καθημαξευμένως in a trite way, Ael.Dion.Fr.218.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθαμαξεύω — (Α) 1. κατατρίβω με τους τροχούς τής άμαξας 2. μτφ. πιέζω, συνθλίβω, συντρίβω («καθημάξευσε ταῑς συμφοραῑς», Ευνάπ.) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθημαξευμένος, η, ον α) διεφθαρμένος β) κοινός, συνηθισμένος, τετριμμένος, πεπατημένος γ) (για …   Dictionary of Greek

  • καθημαξευμένως — (Α) επίρρ. κοινώς, συνηθισμένα, τετριμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. καθημαξευμένος τού ρ. καθαμαξεύω] …   Dictionary of Greek

  • καταμαξεύω — (Α) ιων. τ. βλ. καθαμαξεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”